-
1 θλίβομαι
θλί̱βομαι, θλίβωsqueeze: pres ind mp 1st sg -
2 θλίβομαι
[тливоме] ρ страдать. -
3 θλίβομαι
attrister -
4 θλίβομαι
martwić czas. -
5 θλίβομαι
zarmoutit -
6 θλίβομαι
grieveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θλίβομαι
-
7 θλίβω
θλίβω (vgl. ϑλάω), drücken, pressen, quetschen; Hom. im med., ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς ϑλίψεται ὤμους, er wird. sich die Schultern an vielen Thürpfosten reiben, Od. 17, 221, Schol. οὐκ ἐκβήσεται τῶν φλιῶν οὐδὲ εἴξει, wie die Bettler sich an die Pfosten anzulehnen pflegen; ϑλίβει τὸν ὄῤῥον ὁ ϑώραξ Ar. Par 1205; ὡς ϑλίβομαι, es drängt mich, Ran. 5; zusammendrängen, -ziehen, τὸν τῆς γῆς ὄγκον Plat. Tim. 60 c; τῷ πνεύματι ϑλιφϑέν 91 a (aor. II. συνϑλιβέν s. unten); vom Schuh, er drückt, Plut. conj. praec. p. 417, vgl. Aem. Paul. 5; χείλεα, auf die Lippen einen Kuß drücken, Theocr. 20, 4; – übh. beengen, ϑλιβομένα καλύβα, eine enge Hütte, Theocr. 21, 18; τεϑλιμμένη ἡ ὁδός, im Ggstz von πλατεῖα εὐ-ρύχωρος, Matth. 7, 14; beengen, lästig fallen, τοῖς οἰκέταις Luc. Nigr. 13, vgl. Alex. 7; im Gelde beengen, μὴ ϑλιβόμενος κακοπαϑῇς Ath. X, 419 e, wie auch wir Geldverlegenheit eine bedrängte Lage nennen; βίοι τεϑλιμμένοι, kärgliche Lebensmittel, D. Hal. 8, 73.
-
8 θλιβω
1) жать, давить, сжимать, сдавливать(τὸν ὄρρον Arph.; τοὺς ὄφεις Dem.; ἀντιθλίβεται τὸ θλίβων Arst.)
οὐδεὴς οἶδεν, ὅπου με θλίβει Plut. погов. — никто не знает, где жмет у меня (обувь), т.е. никто не знает моих забот;χείλεα θ. Theocr. — крепко целовать в губы2) вытеснятьτῷ πνεύματι θλιφθείς Plat. — теснимый воздухом, т.е. под давлением воздуха3) med. теретьсяφλιῇσι θλίβεσθαι ὤμους Hom. — тереться плечами о (чужие) косяки, т.е. ходить по миру
4) перен. сжимать, стеснять, ограничивать, уменьшатьθλιβομένα καλύβα Theocr. — тесная хижина;
μικρέ ζωέ τεθλιμμένη Anth. — короткая жизнь;τὰ θλιβόμενα τῆς μάχης Plut. — (самые) опасные места сражения;βίος τεθλιμμένος Anth. — бедное существование, скудные средства к жизни;τεθλιμμένη ὁδός NT. — узкая дорога5) угнетать, мучить(τοῖς οἰκέταις Luc.; ἐν παντὴ θλιβόμενοι NT.)
ὡς θλίβομαι! Arph. — как мне тяжело!;θλιβόμενοι διὰ τὸν πόλεμον Arst. — удрученные войной -
9 θλίβω
μετ.1) печалить, огорчать; 2) сжимать, сдавливать, давить; 3) выжимать сок;θλίβομαι — печалиться, огорчаться; — горевать
-
10 θλίβω
θλῐβ-ω [pron. full] [ῑ], Ar. Pax 1239, etc.: [tense] fut. θλίψω ([etym.] ἀπο-) E.Cyc. 237: [tense] aor.A , Call.Del.35: [tense] pf.τέθλῐφα Crobyl.4
(cj.), Plb.18.24.3:—[voice] Med., [tense] fut. θλίψομαι (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut. θλῐβήσομαι v.l. in Sor.1.33: [tense] aor. 1 , Arist.Pr. 925b20: [tense] aor. 2 part. θλῐβείς ib.13, v.l. in Dsc.3.7 (cf. subj.ἐκφλῐβῇ Hp. Loc.Hom.9
): [tense] pf. , AP7.472.5 (Leon.):— squeeze, chafe, θλίβει τὸν ὄρρον [ὁ θώραξ] Ar. Pax 1239, cf. Lys. 314;τοὺς ὄφεις θλίβων D.18.260
; ὅπου με θλίβει where [the shoe] pinches, Plu.2.141a: metaph.,δούλης ὦτα νωθρίη θλίβει Herod.4.53
: abs., exercise pressure, Plot.3.6.6:—[voice] Pass., of a person heavy-laden, ὡς θλίβομαι! Ar.Ra.5, cf. V. 1289:—[voice] Med., πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται (v.l. φλίψεται) ὤμους he will rub his shoulders against many doorposts, of a beggar, Od.17.221: χείλεα θλίβειν, of kissing, Theoc.20.4.II compress, straiten, Pl.Ti. 60c; reduce, compress,εἰς τὸ μὴ ὂν τὰ ὄντα θλίβοντες Epicur.Ep.1p.16U.
:—[voice] Pass., to be compressed, Pl.Ti. 91a;ὥστε ἐξωθεῖσθαι τὸ ἧσσον θλιβόμενον ὑπὸ τοῦ μᾶλλον θλιβομένου Archim. Fluit.1
Prooem.; θλιβομένα καλύβα a small, close hut, Theoc. 21.18; ὁδὸς τεθλιμμένη, opp. εὐρύχωρος, Ev.Matt.7.14; βίος τεθλ. a scanty subsistence, D.H.8.73, cf.AP7.472.5 (Leon.).2 metaph., oppress, afflict, distress,ἀνάγκη ἔθλιψέ τινα Call.Del.35
;θ. καὶ λυμαίνεσθαι τὸ μακάριον Arist.EN 1100b28
;θ. τὰς πόλεις τοῖς ὀψωνίοις SIG 700.25
(Macedonia, ii B.C.); press hard in battle, Plb.18.24.3:— [voice] Pass.,θ. διὰ τὸν πόλεμον Arist.Pol. 1307a1
; (ii B.C.);ὑπὸ τῆς ἀδοξίας Phld.Lib.p.61
O.—Once in Hom., never in Trag. -
11 ὦμος
ὦμος, ὁ: (v. sub fin.):—A the shoulder with the upper arm ( ὠλένη being the lower),ξίφεϊ κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ', ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ' ἀπὸ νώτου Il.5.146
, cf. 8.325, Hdt.4.62; ;τεύχε' ἀπ' ὤμων συλήσειν 15.544
; ὦμος ς ριβαρός, ὦμοι ἴφθιμοι, 5.400, 18.204;εὐρέες 3.210
;κυρτώ 2.217
;ἀμφ' ὤμοισιν ἔχει σάκος 11.527
, cf. S.Fr. 453;ἐπ' ὤμου.. φέρειν Od.10.170
, cf. Isoc.19.39;ἀρεῖτ' ἐπ' ὤμου Herod.3.61
; κατ' ὤμου δεῖρον ib.3;ἐπ' ὤμων πατέρ' ἔχων S.Fr. 373
; ;ὤμοισι φόρησεν Il.19.11
;ἑλὼν.. σάκος ὤμῳ 15.474
; ὤμῳ or ὤμοισιν ἔχειν, 14.376, 1.45, al.; ὤμοις or ἐπ' ὤμοις φέρειν, S.Fr. 454, Tr564;ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ Od.11.128
, 23.275;λαβὼν.. ὦμον εἰς ἀριστερόν E.IT 1381
;ἐπ' ὤμοις θεῖναι Id.Ba. 755
;κίον' οὐρανοῦ.. ὤμοις ἐρείδων A.Pr. 350
; ὤμοισι τοῖσι ἐμοῖσι 'by the strength of mine arms', Hdt.2.106; ἀποστρέψαι τὸν ὦ. to dislocate it, Ar.Eq. 263 (troch.);ὁ δ' ὦμος.. πιέζεται Id.Ra.30
;τὸν ὦμον θλίβομαι Id.Fr. 323
: pl. for sg., .b the shoulder is sts. more exactly specified as πρυμνότατος or πρυμνὸς ὦμος, Od.17.462, 504;νείατος ὦ. Il.15.341
, 17.310; sts. opp. χείρ (the arm),χεῖρες ὤμων.. ἐπαΐσσονται 23.628
; ; τοὺς ὤμους ἀποταμόντες σὺν τῇσι χερσί (arms) Hdt.4.62;ἀποταμόντα ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα Id.2.121
.έ, cf. E.Ba. 1127, Arist.HA 493b26.2 also of animals. as of a horse, Il.6.510, 15.267, X.Eq.8.6; of a lion, Hes.Sc. 430; of a dog, X.Cyn.4.1; of crabs, Batr.296; of birds, Plu.2.983b; of ants, Gp.13.10.14.3 the shoulder, in a dress,ἐπὶ τῶν ὤμων τῆς ἐπωμίδος LXX Ex.28.12
, cf. 25(29);ἐπὶ τῷ ὤμῳ τοῦ χιτῶνος ὑποθέντες Aen.Tact.31.23
codd. ( ἐπὶ τῇ ᾤᾳ cj. Haupt).II metaph. of the parts below the top or head of any thing, esp. of the fork of a vine (cf. ὠμοχάραξ), Gp.4.12.4; of the womb, Heroph. ap. Gal.4.596, cf. Ruf.Onom. 195. (Cf. Lat. umerus (fr. *omesos), Goth. ams (stem amsa-), Skt. áṃsas, also [dialect] Aeol. ἐπ-ομμάδιος, and (non-Greek)ἀμέσω Hsch.
) -
12 θλίβω
θλίβω, drücken, pressen, quetschen; ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς ϑλίψεται ὤμους, er wird. sich die Schultern an vielen Türpfosten reiben; οὐκ ἐκβήσεται τῶν φλιῶν οὐδὲ εἴξει, wie die Bettler sich an die Pfosten anzulehnen pflegen; ὡς ϑλίβομαι, es drängt mich; zusammendrängen, -ziehen; vom Schuh: er drückt; χείλεα, auf die Lippen einen Kuß drücken; übh. beengen, ϑλιβομένα καλύβα, eine enge Hütte; beengen, lästig fallen; im Gelde beengen, wie auch wir Geldverlegenheit eine bedrängte Lage nennen; βίοι τεϑλιμμένοι, kärgliche Lebensmittel
См. также в других словарях:
θλίβομαι — βλ. πίν. 8 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.), θλιμμένος Σημειώσεις: θλίβομαι : η μτχ. θλιμμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που νιώθει ή φανερώνει θλίψη. Χρησιμοποιείται ορισμένες φορές και η λόγια μτχ. τεθλιμμένος με ειρωνικό τόνο… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θλίβομαι — θλί̱βομαι , θλίβω squeeze pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) … Dictionary of Greek
συνάχθομαι — Α 1. θλίβομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον 2. θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι σφάλμα προσπίπτη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄχθομαι «στενοχωριέμαι, υποφέρω»] … Dictionary of Greek
χλίβομαι — Ν (διαλ. τ.) θλίβομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θλίβομαι, με τροπή τού θ σε χ μπροστά από το έρρινο λ (πρβλ. αχνός < αθνός)] … Dictionary of Greek
θλίβω — έθλιψα, θλίφτηκα και θλίβηκα, θλιμμένος 1. προξενώ λύπη, στενοχωρώ: Με θλίβει το γεγονός αυτό. – Έθλιψε την Ελλάδα νύχτα αιώνων (Κάλβος). 2. ζουλώ, πιέζω. 3. το παθ., θλίβομαι λυπάμαι, στενοχωριέμαι: Θλίβομαι που τον βλέπω σε τέτοια κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] … Dictionary of Greek
αλγώ — ἀλγῶ ( έω) (Α) 1. αισθάνομαι άλγος, σωματικό πόνο 2. είμαι ασθενής, υποφέρω 3. αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπάμαι 4. (το παθ. με μέσ. σημ.) πάσχω, πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. ἀλγηδών αρχ. ἄλγημα, ἄλγησις] … Dictionary of Greek
ανιάζω — ἀνιάζω (Α) [ανία] 1. (μτβ.) θλίβω, στενοχωρώ 2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, λυπάμαι … Dictionary of Greek
βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… … Dictionary of Greek