Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὡς θλίβομαι

См. также в других словарях:

  • θλίβομαι — βλ. πίν. 8 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.), θλιμμένος Σημειώσεις: θλίβομαι : η μτχ. θλιμμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που νιώθει ή φανερώνει θλίψη. Χρησιμοποιείται ορισμένες φορές και η λόγια μτχ. τεθλιμμένος με ειρωνικό τόνο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θλίβομαι — θλί̱βομαι , θλίβω squeeze pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) …   Dictionary of Greek

  • συνάχθομαι — Α 1. θλίβομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον 2. θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι σφάλμα προσπίπτη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄχθομαι «στενοχωριέμαι, υποφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • χλίβομαι — Ν (διαλ. τ.) θλίβομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θλίβομαι, με τροπή τού θ σε χ μπροστά από το έρρινο λ (πρβλ. αχνός < αθνός)] …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — έθλιψα, θλίφτηκα και θλίβηκα, θλιμμένος 1. προξενώ λύπη, στενοχωρώ: Με θλίβει το γεγονός αυτό. – Έθλιψε την Ελλάδα νύχτα αιώνων (Κάλβος). 2. ζουλώ, πιέζω. 3. το παθ., θλίβομαι λυπάμαι, στενοχωριέμαι: Θλίβομαι που τον βλέπω σε τέτοια κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] …   Dictionary of Greek

  • αλγώ — ἀλγῶ ( έω) (Α) 1. αισθάνομαι άλγος, σωματικό πόνο 2. είμαι ασθενής, υποφέρω 3. αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπάμαι 4. (το παθ. με μέσ. σημ.) πάσχω, πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. ἀλγηδών αρχ. ἄλγημα, ἄλγησις] …   Dictionary of Greek

  • ανιάζω — ἀνιάζω (Α) [ανία] 1. (μτβ.) θλίβω, στενοχωρώ 2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, λυπάμαι …   Dictionary of Greek

  • βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»